εκκάμνω

εκκάμνω
ἐκκάμνω (Α)
1. καταπονοῡμαι, απαυδώ
2. γίνομαι άχρηστος ή ακατάλληλος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἐξέκαμνον — ἐκκάμνω grow quite weary of imperf ind act 3rd pl ἐκκάμνω grow quite weary of imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέκαμον — ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 3rd pl ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμεῖν — ἐκκάμνω grow quite weary of aor inf act (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμῇ — ἐκκάμνω grow quite weary of fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμόντες — ἐκκάμνω grow quite weary of aor part act masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐκκαμών — ἐκκάμνω grow quite weary of aor part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέκαμε — ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξέκαμεν — ἐκκάμνω grow quite weary of aor ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… …   Dictionary of Greek

  • συνεκκάμνω — Α εκτελώ, κατορθώνω κάτι με κόπο μαζί με κάποιον άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐκκάμνω «προσπαθώ, καταπονούμαι»] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”